ΜΝΗΜΕΣ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ 1973 * ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ


Μανώλης Αναγνωστάκης

 

Φοβάμαι

 

Φοβάμαι

τους ανθρώπους που εφτά χρόνια

έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας

«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που σου 'κλειναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια

και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο

να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια

κάθε βράδυ

και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη

και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν

γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

 

 

 

Το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αυγή.

 


 

Αχός βαρύς ακούγεται
(Φώντας Λάδης)

Αχός βαρύς ακούγεται
κι ερπύστριες κυλάνε.
Πατήσια κι Αμπελόκηποι
καίγονται σα λαμπάδες.

Ξένοι δεν είναι τούτοι εδώ,
ελληνικά μιλάνε.
Όπου μωρό πυροβολούν
όπου γυναίκα ρίχνουν.

Βαρούν ντουφέκια από παντού
βαρούν τα πολυβόλα.
Σφάλουν πορτοπαράθυρα
στο δρόμο κάποιος τρέχει.

Καρδιά για πάψε να χτυπάς
καρδιά που πας να σπάσεις.
Η πόλη τούτη είναι άπαρτη
τα σπίτια είναι δικά μας.


Μικρός τύμβος (17 Νοεμβρίου 1973)
(Νικηφόρος Βρεττάκος)

Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.

Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.


 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου