TO ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 27/11/2017

                                                                 MORE THAN A FEELING
                                                                                BOSTON
                                                                                   1976

''ΧΑΛΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΤΗΣΟΥΝ''



Αποτέλεσμα εικόνας για xalia


Ένα παραμύθι για τα προσωπικά όρια.

Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη της Περσίας ήταν το πιο όμορφο, το πιο πολύτιμο, το πιο ακριβό και ξεχωριστό χαλί του κόσμου. Το διακοσμούσαν παραστάσεις που περιέγραφαν τη χαρά της ζωής και ήταν κατασκευασμένο από μετάξι και ίνες από χρυσό και ασήμι. Ο ιδιοκτήτης του, ένας έμπορος χαλιών, ήταν τόσο περήφανος για το απόκτημά του, που αντί να το κρεμάσει, όπως και όλα τα άλλα χαλιά, το έστρωσε στην είσοδο, για να το καμαρώνει ο ίδιος αλλά και για να είναι το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε ο κάθε πελάτης την ώρα που θα έμπαινε στο μαγαζί του.
Έτσι η φήμη για την ομορφιά του χαλιού εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης και χιλιάδες κόσμου συνέρρεαν στο κατάστημα, για να θαυμάσουν αυτό το μοναδικό χαλί. Ο έμπορος ούτε για μια στιγμή δε διανοήθηκε να το πουλήσει, όμως κατάφερε να πουλήσει αμέτρητα χαλιά σε πολύ ακριβές τιμές.
Η προσφορά λοιπόν του χαλιού μας ήταν τεράστια. Ένιωθε να το πλημμυρίζει η ευτυχία, γιατί έκανε πάμπλουτο και τον ιδιοκτήτη του και την οικογένειά του, έκανε όμως χαρούμενους και χιλιάδες ανθρώπους, που θαυμάζοντας ένα τέτοιο σπάνιο αντικείμενο τέχνης γέμιζαν τα μάτια τους και τις ψυχές τους με απίστευτη ομορφιά.
Δυστυχώς η ευτυχία του καταστηματάρχη και του χαλιού δεν κράτησαν για πάντα. Με την πάροδο του χρόνου, επειδή όλοι το πατούσαν ασταμάτητα χωρίς να σκεφτούν ότι κι αυτό ήταν φθαρτό και θα μπορούσε να καταστραφεί, άρχισε να λερώνεται, να ξεθωριάζει και να ξεφτίζει.
Τότε το κυρίευσε ο πανικός και προσπαθούσε συνέχεια να φαίνεται πιο όμορφο, τεντωνόταν και φώναζε σε κάθε επισκέπτη: «Σε παρακαλώ, πέρασε, μπορείς να με κάνεις ό τι θέλεις, πάτα με κι άλλο!». Νόμιζε το δύστυχο ότι όσο πιο πολύ το πατούσαν, όσο πιο πολλά πρόσφερε στους ανθρώπους, τόσο πιο πολύ θα το αγαπούσαν και θα γίνονταν κι αυτοί αλλά και το ίδιο ευτυχισμένοι.
Η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη. Μπορεί να συνέχιζαν να το πατάνε, έπαψαν όμως να του δίνουν και σημασία κι αυτό, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειές του, φθειρόταν ολοένα και η αρχική αγαλλίασή του μετατρεπόταν σε δυσαρέσκεια, θυμό και φόβο που το δηλητηρίαζαν κάθε λεπτό της ημέρας. Ο έμπορος έπαψε φυσικά να είναι περήφανος γι’ αυτό και το κοίταζε με περιφρόνηση στην αρχή και με θυμό στη συνέχεια, γιατί οι πελάτες είχαν λιγοστέψει πολύ και ο ίδιος, όντας και πολύ επιπόλαιος, είχε φτωχύνει ξανά.
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε μια μέρα, όταν ένας πελάτης μπαίνοντας στο μαγαζί είπε: «Τι το θέλεις αυτό το παλιόχαλο στην είσοδο του μαγαζιού σου; Αυτό το ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο κουρέλι είναι για πέταμα!». Το κακόμοιρο το χαλί μας λοιπόν, έχοντας χάσει όλη του την ομορφιά, διαλυμένο και βαθύτατα δυστυχισμένο, κατέληξε πεταμένο στη γωνιά μιας σκοτεινής και υγρής αποθήκης, παρέα με τα ποντίκια που κι αυτά δεν το σεβάστηκαν και το ροκάνιζαν καθημερινά δίνοντάς του ακόμα μεγαλύτερο πόνο. 

Έτσι συμβαίνει και με τις ζωές μας. Όταν συνέχεια «γινόμαστε χαλί να μας πατήσουν», πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα προσφέρουμε την ευτυχία και στον εαυτό μας και στους άλλους πετυχαίνουμε συνήθως το αντίθετο. Αυτοί που τους προσφέρουμε ασταμάτητα παύουν να αναγνωρίζουν την αξία μας, τους βλάπτουμε κακομαθαίνοντάς τους κι εμείς καταλήγουμε φθαρμένοι και διαλυμένοι.
   ~ Νίκη Ορφανουδάκη


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 13/11/2017

YOU ARE THE FIRST, MY LAST, MY EVERYTHING
BARRY WHITE 1974

Η ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΚΗ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΣΣΑ


(Η ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΔΑ ΠΟΥ ΦΩΤΟΓΡΆΦΗΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΒΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ)


JACQUI : Η τελευταία φορά που ταξίδεψα αεροπορικώς ήταν για τον γάμο της αδελφής μου.
Και κάναμε μήνες θεραπειών. Ήταν στα 20 μου χρόνια όταν πραγματικά άρχισα να υποφέρω  από κρίσεις πανικού - να  μην αναπνέω σωστά, να ανεβάζω καρδιακό ρυθμό. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ.
Τελικά διαγνώστηκα με αγοραφοβία. Θα έλεγα ό,τι η αγοραφοβία είναι ο φόβος του να βρίσκεσαι σε δημόσια μέρη.
Το να ταξιδέψω μακριά από το σπίτι μου ήταν πολύ δύσκολο. Δεν είναι ζωή αυτή να ζεις έτσι. Δεν είναι ζωή αυτή όταν συνεχώς βρίσκεσαι αγχωμένη σε 'μη κατάλληλο' τόπο.
Κοιτάζοντας απλά μέσα από το street view (πραγματικές όψεις των δρόμων) μια μέρα βρήκα κάποια πράγματα που μου άρεσαν αρκετά.
Πάντα αγαπούσα τη φωτογραφία. Έτσι αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω μια φωτογράφος αλλά χωρίς εκείνο το αίσθημα του άγχους. Νομίζω ό,τι τράβηξα περίπου 27.000 “screenshots’’ (φωτογραφίες της οθόνης του υπολογιστή μου). Πολύχρωμα, παστέλ χρώματα, κάκτους, αρχιτεκτονική, κήπους ερήμου. Και έτσι άρχισα να βάζω τις φωτογραφίες στο διαδίκτυο.
Επικοινωνώντας με άλλους ανθρώπους που είχαν παρόμοιες εμπειρίες πιθανόν να ήταν το καλλίτερο πράγμα για μένα. Και τώρα νιώθω περισσότερο συνδεδεμένη με τον κόσμο από όσο ήμουν πριν. Απλά και μόνο λέγοντας ό,τι έχω αγοραφοβία και σοβαρή αγχώδη διαταραχή είναι απίστευτα δυναμωτικό και σημαντικό. Αυτήν τη στιγμή κάνω πράγματα που ποτέ, μα ποτέ πριν είχα ονειρευτεί ότι θα μπορούσα να τα κάνω.
ΠΑΝΕ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η JACQUI ΤΑΞΊΔΕΨΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ. ΣΗΜΕΡΑ ΠΕΤΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΣΤΕΙ ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΗΣ ΓΚΑΛΕΡΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ.
Είναι ενθουσιασμός μαζί με ανησυχία, μαζί με κάθε τι αληθινό.
Όταν έχεις σοβαρή αγχώδη διαταραχή, πολλά πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Αλλά επίσης βλέπω και τα κέρδη. Με έκανε αληθινά να δω τον κόσμο με έναν διαφορετικό τρόπο. Είναι ακόμα καλλίτερος από ότι περίμενα.
Αν παλεύεις και το κρατάς για τον εαυτό σου – και εγώ το κράτησα για πολύ, πολύ μεγάλο διάστημα - σίγουρα δεν βοηθάει. Μίλησε για αυτό, αν μπορείς.

Παρακαλώ μην τα παρατάτε. Ξέρεις ό,τι μπορεί να καλυτερεύσει  και πράγματι θα καλυτερεύσει. Απλά ελπίζω ό,τι είμαι η απόδειξη ό,τι ακόμα και στους σκοτεινούς καιρούς καταπληκτικά πράγματα μπορούν να γίνουν.

Αφιερωμένο σε όσους και όσες χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να πάνε σε μέρη που ουδέποτε περίμεναν ότι θα πάνε.

Ελεύθερη Απόδοση: Ελένη Μπέλλα

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 6/11/2017

                                                                   IO CHE AMO SOLO TE
                                                                       SERGIO ENDRIGO

Ο ΚΑΚΤΟΣ

               
                                                 

Κάποτε, μια νεαρή γυναίκα αποφάσισε να πάρει ένα κάκτο στο σπίτι της. Για τέσσερα χρόνια ο κάκτος καθόταν δυστυχισμένος στο περβάζι του παραθύρου, χωρίς να παρουσιάζει σημάδια ανάπτυξης ή ζωτικότητας, ώσπου κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά μια μέρα ήρθε μια έκπληξη: η γυναίκα παρατήρησε, ότι ο κάκτος είχε αρχίσει να ανθίζειμε υγιείς ρυθμούς.
“Αναρωτιέμαι, γιατί όλοι σκέφτονται, ότι είμαι μια μοχθηρή και άκαρδη μάγισσα”
σκέφτηκε η γυναίκα.
“Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Τα φυτά δεν ανθίζουν, αν ο ιδιοκτήτης τους είναι άκαρδος και μοχθηρός.”
Απορροφημένη στις όμορφες σκέψεις της για τον κάκτο, που άνθιζε, η γυναίκα πάτησε κατά λάθος το πόδι ενός άντρα στο μετρό. Όταν ο άντρας άρχισε να παραπονιέται, η γυναίκα δεν άρχισε να του φωνάζει, νιώθοντας προσβεβλημένη, όπως θα έκανε συνήθως. Αντίθετα, του χαμογέλασε και του είπε:
“Σε παρακαλώ, μην είσαι θυμωμένος μαζί μου. Δεν είχα από που να κρατηθώ και γλίστρησα. Αν θέλεις μπορείς να πατήσεις και εσύ το πόδι μου και έτσι θα είμαστε πάτσι.”
Κατευθείαν, ο άντρας φάνηκε σαν να κατάπιε όλες τις προσβολές, που της είχε πει. Λίγο αργότερα, αφού είχε κατέβει από το μετρό και πήγε να αγοράσει την εφημερίδα του, αντί να είναι αγενής στην πωλήτρια, που του έδωσε λάθος ρέστα, είπε:
“Δεν πειράζει, δεν έγινε τίποτα. Απλά μέτρησέ τα άλλη μια φορά. Δεν είμαι καλός στα μαθηματικά, ειδικά τόσο νωρίς το πρωί.”
Η πωλήτρια δεν περίμενε με τίποτα αυτή την ευγενική αντίδραση. Νιώθοντας την καρδιά της γεμάτη από αγάπη και καλοσύνη, έδωσε αυθόρμητα 2 παλιά περιοδικά και ένα σωρό από παλιές εφημερίδες σε έναν ηλικιωμένο άντρα δωρεάν. Ήταν τακτικός πελάτης στο μαγαζί και του άρεσε πραγματικά να διαβάζει όλες τις ειδήσεις, αλλά μπορούσε να αγοράζει μόνο μια φθηνή εφημερίδα την ημέρα.
Ο ηλικιωμένος άντρας γύρισε σπίτι χαρούμενος και φορτωμένος με πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Όταν συνάντησε την γειτόνισσα του, που έμενε από πάνω δεν της παραπονέθηκε για το παιδί της που κάνει πολύ φασαρία και δεν τον αφήνει να ξεκουραστεί με την ησυχία του, όπως έκανε συνήθως. Αντ’ αυτού απλά την κοίταξε και της είπε:
“Η κόρη σου μεγαλώνει πολύ γρήγορα. Δεν μπορώ να καταλάβω αν μοιάζει σε σένα ή στον πατέρα της, αλλά σίγουρα θα γίνει μια πολύ όμορφη δεσποινίδα.”
Η γειτόνισσα του ηλικιωμένου άντρα ένιωθε κάπως μπερδεμένη, αλλά ταυτόχρονα ευχαριστημένη από αυτά, που είχε ακούσει. Μετά πήγε την κόρη της στον παιδικό σταθμό και συνέχισε για να πάει στην δουλειά της. Στην συνέχεια, αντί να φωνάξει στην γιαγιά που είχε μπερδευτεί και πήγε στον γιατρό την επομένη του ραντεβού της, της είπε:
“Μην στεναχωριέσαι καλή μου. Και εγώ ξεχνάω πράγματα καμιά φορά. Περίμενε ένα λεπτό εδώ και πάω να δω αν ο γιατρός θα μπορέσει να σε δει τώρα.”
Έχοντας καταφέρει να δει τον γιατρό, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν είχε καμία απαίτηση για θεραπεία, που θα γιάτρευε κατευθείαν τις ασθένειές της ή δεν απείλησε να πάει στην Αστυνομία, αν το προσωπικό δεν έκανε αμέσως, ότι τους ζητούσε, όπως είχε απειλήσει, ότι θα κάνει στο παρελθόν. Αντ ‘αυτού, μόνο αναστέναξε και είπε:
“Δεν έχω χάσει το μυαλό μου τελείως ακόμα και καταλαβαίνω, ότι δεν μπορείτε να θεραπεύσετε τα γηρατειά. Σας ζητώ συγγνώμη γιατρέ, που σας ενοχλώ τόσο συχνά.”
Αργότερα, καθώς γύριζε σπίτι ο γιατρός έφερε στην μνήμη του την συνάντηση που είχε με την ηλικιωμένη γυναίκα και άρχισε να αισθάνεται άσχημα γι’ αυτήν. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πόσο γρήγορα περνάει η ζωή χωρίς καν να το καταλάβουμε και σταμάτησε στο κοντινότερο σούπερ-μάρκετ, για να αγοράσει ένα μπουκέτο λουλούδια και μια πολύ ωραία τούρτα. Κατευθύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση από το σπίτι του, προς ένα συγκρότημα κατοικιών, ανέβηκε στον τρίτο όροφο και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε μια νεαρή γυναίκα.
“Σκεφτόμουν για ποιον λόγο νιώθουμε την ανάγκη να ζούμε αποκομμένοι από τους άλλους ανθρώπους, χωρίς να νοιαζόμαστε για κανέναν; Σου αγόρασα μια τούρτα, αλλά κατά λάθος έβαλα την τσάντα μου πάνω και χάλασε λίγο. Αλλά δεν έχει καμία σημασία, γιατί δεν επηρεάζει καθόλου την γεύση. Σου αγόρασα και ένα μπουκέτο λουλούδια, αλλά και αυτά τσαλακώθηκαν λίγο, εξαιτίας της τσάντας μου. Αλλά, ίσως μπορούμε να τα ισιώσουμε;”
“Φυσικά μπορούμε να τα ισιώσουμε”, απάντησε η γυναίκα.
“Θα τους ξαναδώσουμε ζωή. Παρεμπιπτόντως, έχω και κάποια νέα να σου πω. Δεν μπορείς να φανταστείς! Ξύπνησα σήμερα το πρωί, κοίταξα έξω από το παράθυρο και τι να δω; Ο κάκτος μου είχε ανθίσει!