ΜΗΤΕΡΑ


   Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
  ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
  Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει,
 δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.

 Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
 μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,
  παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, 
τιμόνι  κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.

 Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω
  μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω. 

Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω 
 τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω. 
 Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω  
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω. 

Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου  
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
  εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη  
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει. 

Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη: 
 Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης  
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες 
 ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες. 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ - 1873

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου