ΛΥΠΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑ



Στο δρόμο πού ’ψηλά πηγαίνει
απαντήθηκαν μια φορά
η Λύπη η μαυροφορεμένη
κι η ανθοστόλιστη Χαρά.
***********

Κι ειν’ ή Χαρά γεμάτη νιάτα,
ξανθομαλλούσα, γαλανή,
κ’ είνε η Λύπη μαυρομάτα,
γλυκειά παρθένα ταπεινή.
**************
Μέσα στα χείλη της στην άκρη
κρύβει ένα γέλιο ή Χαρά,
κρύβει κ’ η Λύπη ένα δάκρυ
στα μάτια της τα φωτερά.
***************
Κ’ είπ’ η Χαρά:—Σαν τί σου λείπει κι έχεις το βλέμμα ταπεινό ;
Και της άπήντησεν η Λύπη: —Πονώ, αιώνια πονώ!
Και η Χαρά, καλή παρθένα την συμπονείς στ’ αληθινά
κι έννοιωσ’ άμέσως δακρυσμένα τα μάτια της τά γαλανά.
Πρώτη φορά όπου δακρύζει αύτη του γέλιου ή συντροφιά!
Κ’ η Λύπη πού την αντικρίζει θαμβόνετ απ’την ευμορφιά.
*********
Κ’ είπεν η Λύπη :— Σ’ (ομορφαίνει το δάκρυ μου, Χαρά τρελλή !…
Κ’ ευθύς στό πλάι της πηγαίνει και την φιλεί, και την φιλεί.
Κ’ η Λύπη, να, χαμογελάει αυτή του πόνου η συντροφιά
και η Χαρά πού την κυττάει θαμβόνετ’ άπ’ τήν εύμορφιά.
*************
Κ’ είπ” ή Χαρά: — Σέ ώμορφαίνει
τό γέλιο μου, Λύπη δειλή! . . .
Κ’ ευθύς στό πλάϊ της πηγαίνει
καί την φιλει, και την φιλεΐ.
*********
Κι ένω φιλιούνται καί χαϊδεύουν
η μια της άλλης τα μαλλιά,
δάκρυα, γέλια ανακατεύουν
μέσα σ’ εκείνα τα φιλιά.
***********
Λέγ’ η Χαρά η ζηλεμένη
στη Λύπη πού αιώνια ζη:
— Η μιά την άλλην ώμορφαίνει,
έλα νά ζήσωμε μαζή.
**********
Η Λύπη πειά δεν την αφίνει,
μά κ’ η Χαρά την προσκαλεί. . .
Κ’ η δυο γυναίκες, τί να γίνει;
θέλουν ν’ αρέσουν πιο πολύ.
Γι’ αυτό ζευγάρι πάντα ζή
η Λύπη κ’ η Χαρά μαζή.

*****


Ιωάννης Πολέμης – Χειμωνανθοί – 1888

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου