Η ''ΤΣΟΥΡΑΠΩ''


Χριστουγεννιάτικο διήγημα
(οφειλή στους δασκάλους μας που μας πρωτοδιάβασαν Παπαδιαμάντη)

"Καρδιά του χειμώνος∙ Χριστούγεννα…" άκουγε απὀ τα βάθη ενός άλλου κόσμου μια φωνή παράξενα γνώριμη και ξένη μαζί να διαβάζει ένα κείμενο επίσης γνώριμο και ξένο μαζί.
Πού είχε ξανακούσει αυτά τα λόγια;Πού είχε ακούσει αυτή τη φωνή;
Με κόπο πολύ προσπάθησε να επιστρατεύσει θραύσματα μνήμης, ερείπιες αναμνήσεις, να αναστηλώσει έναν κόσμο ξεχασμένο∙ μα έμοιαζε αδύνατο.
Τα χρόνια πολλά στην πλάτη της, και το φορτίο των πόνων και των συμφορών δυσβάσταχτο. Κι ο νους σαλεμένος χρόνια τώρα από τα βάσανα και τα δεινά που της επισώρευσε η μοίρα της.
"Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου...", συνέχιζε η παράξενα γνώριμη και ξένη μαζί φωνή ενεργοποιώντας σιγά σιγά το μηχανισμό της μνήμης. Ωστόσο ήταν τόσο αδύναμη που δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της να δει ποιος είναι στο πλάι της, μονάχα ένιωθε να γαληνεύει η ανταριασμένη ψυχή και να μαλακώνουν τα σωθικά της από ένα λησμονημένο αίσθημα.

Η λήθη άρχισε να υποχωρεί και ένα αχνό μονοπάτι την οδηγούσε πίσω στα πικρά μικράτα της, τότε που ολάρφανη ξέμεινε να μεγαλώνει στα χέρια ενός μακρινού μπάρμπα της, μέθυσου και δύστροπου ανθρώπου.
Δύσκολα χρόνια, μέρες και νύχτες με μάτια πρησμένα από τα δάκρυα, με μελανιές στο κορμί από το ξύλο, με τα χέρια της με ολάνοιχτες πληγές από τις σκληρές δουλειές του σπιτιού- υπηρέτρια της οικογένειας χάριν ευγνωμοσύνης. Λόγο γλυκό δεν άκουσε, χάδι δε γεύτηκε ποτέ της.
"Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον...", η παράξενα γνώριμη και ξένη μαζί φωνή ωραία αρθρώνοντας αλλά και με συγκίνηση το λόγο, συνέχισε να ηχεί στ'αυτιά της...
Ώσπου ήρθαν οι δάσκαλοι στο χωριό, ένα ζευγάρι άκληρο που γρήγορα κατάλαβαν τον καημό της για γράμματα αν και η μικρή Mένη φοιτούσε στο σχολείο όποτε δεν υπήρχαν δουλειές στο σπίτι. Ο δάσκαλος ο ίδιος ήρθε και παρακάλεσε τον μπάρμπα της να τη στέλνει τακτικά στο σχολειό αλλά εκείνος του το ξέκοψε με ένα ειρωνικό «φτάνουν αυτά που έμαθε, δεν θα την κάνουμε και δασκάλα…Κι εσύ, δάσκαλε, να κοιτάς τη δουλειά σου…» και συνέχισε να μπεκροπίνει.
Εκείνα τα Χριστούγεννα η Mένη πήρε το πρώτο της δώρο από τη δασκάλα της. Με τρεμάμενο χέρι και βουρκωμένα μάτια άνοιξε το πολύτιμο δέμα, ένα Βιβλίο, ένα ολοδικό της Βιβλίο. Διάβασε με λαχτάρα: Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η μικρούλα το ρούφηξε μέσα σε μια νύχτα και μαγεύτηκε κυριολεκτικά.
Όταν ξανάνοιξαν τα σχολεία πήρε το θάρρος να ζητήσει από τη δασκάλα αν έχει κι άλλα βιβλία να της δανείσει…Κι έτσι μια πόρτα μαγική άνοιξε για την Mένη, ο κόσμος του βιβλίου. Για λίγο ξέχασε τα βάσανα, τους ξυλοδαρμούς, τις ταλαιπωρίες της και τόλμησε να ονειρευτεί.
Στο τέλος της χρονιάς οι δάσκαλοι πήραν μετάθεση για την πρωτεύουσα αφού προηγουμένως ρώτησαν τη μικρούλα αν ήθελε να πάει στο Γυμνάσιο, αν ήθελε να σπουδάσει. Το παιδί έσκυψε το κεφάλι και έγνεψε δειλά ναι, μην πιστεύοντας ωστόσο ότι αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.
Ο δάσκαλος την ίδια κιόλας μέρα πήγε να βρει τον μπάρμπα της και του ζήτησε να πάρουν την Mένη μαζί τους και να τη σπουδάσουν∙ έτυχε να τον βρουν ξεμέθυστο και στις καλές του.
–Ευκαιρία να την ξεφορτωθώ, του είπε. Μόνο μη μετανιώσετε και μου την ξαναφέρετε πίσω. Έχω δικές μου κόρες να προικίσω.
Έτσι, η Mένη, αναπάντεχα τυχερή, βρέθηκε στην πρωτεύουσα. Ήταν η μόνη περίοδος της ζωής της που άρχισε να πιστεύει πως πράγματι «έχει ο Θεός για όλους». Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο με άριστα , έδωσε εξετάσεις στη Φιλοσοφική και πέρασε επιτυχώς. Η καλή της μοίρα όμως, φαίνεται, κουράστηκε να τη συνδράμει κι οι ευεργέτες της ένα πρωί σκοτώθηκαν σε τροχαίο. ¨Εμεινε ξανά πεντάρφανη, έρμη, κλαράκι μοναχό.
Ξενοδουλεύοντας όπου έβρισκε, κατάφερε να τελειώσει το Πανεπιστήμιο. Διορίστηκε φιλόλογος σε ένα επαρχιακό Γυμνάσιο. Άρχισε να χαίρεται και να απολαμβάνει τη δουλειά της. Γρήγορα κέρδισε την αγάπη και τον σεβασμό των μαθητών της αλλά και την εκτίμηση των συναδέλφων της. Σε λίγα χρόνια βρέθηκε κι ένας καλός άνθρωπος που την αγάπησε και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Mένη δέχτηκε∙ δεν πρόλαβε να τον αγαπήσει.
-" Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια.." η παράξενα γνώριμη και ξένη μαζί φωνή επέμενε...
Πάνω στο χρόνο ο άντρας της πέθανε από ανακοπή κι εκείνη κουβαλούσε ήδη ένα παιδί στα σπλάχνα της∙ αυτό ήταν η ελπίδα της και η απαντοχή της.
Όταν γεννήθηκε το μωρό, ζήτησε μετάθεση για την Αθήνα∙ εκεί υπήρχαν κάποιοι παλιοί οικογενειακοί φίλοι που θα μπορούσαν ίσως να της σταθούν, σκέφτηκε.
Όταν το παιδί έγινε δύο χρονών άρχισε να δείχνει ανησυχητικά σημάδια στο μεγάλωμά του∙ κλεισμένο στον κόσμο του, με εμφανή αδυναμία να επικοινωνήσει…
-Βαρύς αυτισμός, είπαν οι γιατροί. Δεν γίνεται τίποτα.
Η Mένη έτρεξε , δεν άφησε γιατρό για γιατρό, τάμα για τάμα, ξόρκι για ξόρκι. Τίποτα…
Τα χρόνια εκείνα, άλλωστε, οι ασθένειες αυτές είχαν μόνο ένα όνομα: κατάρα και αποκλεισμός. Το παιδί της δεν γέλασε ποτέ, δεν μίλησε, δεν πήγε στο σχολείο, δεν έπαιξε με φίλους…
Η Mένη συμμάζεψε τα απομεινάρια της ψυχής της∙ το πρωί στο σχολείο και με μια ανάσα πίσω ξανά στο σπίτι. Ευτυχώς, μια παλιά οικογενειακή φίλη τής παραστάθηκε μένοντας με το παιδί τις ώρες που εκείνη έλειπε. Τα χρόνια διάβηκαν κι η Mένη αγκομαχώντας πάλευε με το αδύνατο. Χρόνο με το χρόνο ζάρωνε, στέγνωσε η ψυχή της από την έλλειψη της αγάπης, από το βάρος της προσμονής. Το παιδί της χάθηκε εικοσιεφτά χρονών κι εκείνη αφέθηκε να βυθίζεται στη θλίψη μέρα τη μέρα...
Τα τελευταία χρόνια πριν πάρει σύνταξη ήταν τοποθετημένη σε ένα κεντρικό Γυμνάσιο θηλέων∙ υπέφερε από τις φάρσες που σκάρωναν σε βάρος της τα μαγκόπαιδα του σχολείου, που θα’λεγε κι ο αγαπημένος της Παπαδιαμάντης. Λίγο λίγο σώνονταν οι αντοχές και το κουράγιο της, στην αίθουσα έμπαινε βαριά κι αμίλητη. Κρυφογελούσαν πίσω της «τα ωραία ανυποψίαστα παιδιά», ήξερε ότι τη χλεύαζαν, ότι την περιέπαιζαν, είχε ακούσει μάλιστα και το παρατσούκλι που της είχαν κολλήσει: -Πώς είναι έτσι; Σαν τσουράπω, άκουσε να λένε στο διάλειμμα σε μια παρέα και έμεινε η«τσουράπω»…
Η Mένη δεν τους κράτησε ποτέ κακία. Κατά βάθος ήξερε πως είναι λίγη για δασκάλα και τα παιδιά δεν συγχωρούν εύκολα τη «λιγοσύνη». Τι να τους έλεγε και τι να καταλάβουν, άλλωστε; Σώπαινε και υπέμενε στωικά τα πειράγματα και τις διαρκείς αμφισβητήσεις τους.
Και μοναχά κατά τα μέσα του Δεκέμβρη μια σπίθα άναβε στην ψυχή της και φώτιζε τα μάτια της. Στις ώρες των Νέων Ελληνικών έφερνε μαζί της το πρώτο εκείνο βιβλίο με τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και τους διάβαζε. Ξεκινούσε πάντα με τη Σταχομαζώχτρα και τελείωνε με τον Έρωτα στα χιόνια. Κι εκείνα τα σκασμένα ήταν η μόνη φορά που ησύχαζαν, ημέρευαν τις μέρες εκείνες και άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια.
Βούρκωνε εκείνη, βούρκωναν και τα παιδιά- καναδυό μάλιστα που είχε προσέξει ότι απείχαν από τις πλάκες σε βάρος της, έκλαιγαν κιόλας…
-"Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι..", η παράξενα γνώριμη και ξένη μαζί φωνή ακούγονταν τώρα σαν λυγμός
Άνοιξε τα μάτια της σαν να βγήκε από λήθαργο βαρύ. Είδε στο πλάι της μια γυναικεία φιγούρα να κάθεται και να της διαβάζει. Προσπάθησε να θυμηθεί πού είχε ξανακούσει αυτά τα λόγια, πού είχε ξαναδεί αυτό το πρόσωπο…
-Ποια είσαι; Άρθρωσε με δυσκολία.
-Η Μαρία είμαι, κυρία. Ήρθα να σας διαβάσω το αγαπημένο σας, τον Έρωτα στα χιόνια ∙ ήταν το αγαπημένο όλων μας, κυρία, αλλά δεν σας το είπαμε ποτέ. Εσείς μας κάνατε να αγαπήσουμε τον Παπαδιαμάντη, κυρία.
Η Mένη χαμογέλασε με κόπο κι ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια της .
-Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, της είπε. Καλά Χριστούγεννα!
Ανάπνευσε βαριά και με το χαμόγελο χαραγμένο ακόμα στο ρημαγμένο της πρόσωπο, έγειρε στο μαξιλάρι κι άφησε την τελευταία της πνοή μέσα στη μαγεία του Παπαδιαμάντη.
Η Μαρία της έκλεισε τα μάτια με άπειρη τρυφερότητα.
-Καλά Χριστούγεννα κυρία, είπε…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Μας εστάλη από την Ροδούλα Λόλα , την τότε μαθήτρια του ΙΒ' (1974) και σημερινή φιλόλογο.

3 σχόλια:

  1. Κυρία Ροδούλα το χθεσινό διήγημα το οποίο αναρτήθηκε χθες στο blog,
    με τίτλο ¨Η ΠΛΥΝΤΡΑ¨ ήταν το ίδιο μισό αφηγήσεως με το σημερινό ( Η ΤΣΟΥΡΑΠΩ).
    Έχετε την ευγενή καλοσύνη να μας πείτε τον συγγραφέα .
    Σας ευχαριστώ πολύ εκ των προτέρων και σας εύχομαι Καλή Χρονιά
    γεμάτη Υγεία και ότι καλό επιθυμείτε.
    Με εκτίμηση .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. H συγγραφέας είναι η ίδια η κα Ροδούλα Λόλα και ο τίτλος αλλάχθηκε καθ'υπόδειξήν της.

      Διαγραφή
  2. Σας ευχαριστὠ πολύ για την διευκρίνιση.
    Υπέροχο διήγημα και πολύ συγκινητικό.
    Καλή χρονιά σ΄εσάς και στην συγγραφέα κα Ροδούλα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή