Η ΠΑΡΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑΦΙΟΥ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ

ΠΕΖΟ Α΄
Όλες οι μέρες κάθισαν απαρηγόρητες πάνω απ’ το κεφάλι της Μεγάλης Παρασκευής. Μια μέρα που μεγεθύνει τις απώλειες μέσα σου. Απ’ το πρωί οι καμπάνες σκορπούνε δάκρυα κι αναμνήσεις περασμένων Επιταφίων. Ο ήλιος χαϊδεύει ηδονικά τους τρούλους των εκκλησιών . αναριγούν οι σταυροί επάνω τους. Οι θεοί που κήδεψα στη ζωή μου θα με συντροφεύουν ως το θάνατό μου. Μαντεύω την ύπαρξή τους από το άρωμα της πασχαλιάς που σκορπούνε γύρω μου.
Ραγισμένα τραγούδια στο ραδιόφωνο . μελωδικά ανασαίνει ο πόνος για να τον εκπνεύσει ο άνθρωπος.
Μες στο φλιτζάνι πικραμένος ο καφές, νοσταλγεί τη χαμένη συντροφιά της ζάχαρης. Ούτε και σήμερα θα τους τα φτιάξω…
Ανοίγω την πόρτα και καταπίνω ανόρεχτα το δρόμο προς την εκκλησία. Επάνω, δυο σύννεφα βουτηγμένα στο μπλε οινόπνευμα- βαμβάκι για τις πληγές μου. Και κάτω, ένα ζευγάρι να φιλιέται χωρίς συστολές, στη μέση του διαστελλόμενου θρήνου-πληγή για τα μάτια μου.
Μες στο ναό, αμήχανος-σα Θεός χωρίς πιστούς…, σαν άπιστος χωρίς κι ανθρώπους. Μπροστά μου, ο Ιησούς, κάτω από ένα ανοιξιάτικο σεντόνι . κανείς δεν το τραβάει, μήπως και δεν τον δει. Μόνο μαζεύουν ροδοπέταλα, για να μυρίζει ο ύπνος τους υπόσχεση Ανάστασης. Μα εγώ, ο ιερόσυλος, προσπαθώ να μαντέψω ποια βιολέτα διαλέγοντας, θ’ αγγίξω τα δάχτυλά σου που την έκοψαν.
Και σα να ‘θελα να μπω σ’ ένα τούνελ του χρόνου που θα ‘βγαζε σ’ εσένα, έσκυψα να περάσω κάτω απ’ τον Επιτάφιο.

ΠΟΙΗΜΑ Α΄
Στο μαλακό φως των κεριών
ρέουν τα πρόσωπα
παραπόταμοι που πάνε να ενωθούν
στ’ αργά νερά μίας λιωμένης Άνοιξης,
πολύχρωμη λάβα που με καταπίνει
καθώς απ’ τις κυλιόμενες σκάλες της μνήμης μου
αναδύεσαι όπως τότε, ελαφριά και αέρινη.
Φυσάει και γεμίζουν οι δρόμοι από εσένα.
Εύπλαστος πηλός που κολλάει στα χείλη μου
τ’ όνομά σου,
άσπλαχνη φλόγα που τρώει τα σπλάχνα μου
η μορφή σου,
τα μαλλιά σου μπερδεμένα λύνουν το αίνιγμα του κόσμου.
Όλα τα σπίτια βλέπουν προς τον ακάλυπτο
ώμο σου,
τα δάχτυλά σου απαλά ν’ ανεμίζουν σαν κρόσσια του ύπνου
στους κροτάφους μου
κι η εκκλησιά φωταγωγείται απ’ το αναστάσιμο φως
των ματιών σου.
Ω γλυκύ μου έαρ,
να μια φορά που το κερί σου θα σβήσει
απ’ το επιτάφιο δάκρυ μου,
να μια φορά που ο ήλιος ντροπιασμένος θα δύσει
γιατί δε θα φτάσει πιο ψηλά απ’ την ευτυχία μου…
Όμως στο κεφάλι μου ο ουρανός
κάποτε θ’ ακουμπήσει κατακόκκινο το ακάνθινο φεγγάρι του.
Κι ο κόσμος όλος θα φωνάξει:
«Ιδού ο βασιλεύς των ανιδέων!…»
ΕΓΚΩΜΙΟ Α΄
Η ζωή εν τάφω, έρωτά μου νεκρέ,
στο ανθισμένο σεντόνι της άνοιξης
το κορμί μαραμένο απόθεσες.
Η ζωή, πώς φεύγει; και κανέναν ποτέ
από κάτω δεν είδα ν’ ανέβηκε.
Των μνημάτων με τυφλώνει το λευκό;
Ω θνητέ, αντέχεις το Θεό να πενθείς
μα για σένα κανένας αθάνατος
δε θα κλάψει στον τάφο σα θα μπεις…
Βασιλιά της λύπης, Έρωτά μου, πετάς
απολιθωμένα τριαντάφυλλα
μες στου Άδη- για να σκίσεις- την κοιλιά.
Του μυαλού η τρέλα, του κορμιού ο σπασμός,
χορηγέ της πνοής μου, άπνους φαίνεσαι,
φιλημένος απ’ τα χείλη των νεκρών.
Οι νεκροί στο μνήμα, κι εσύ μες στους νεκρούς…
πιο βαθιά να σε θάψουν δε γίνεται.
Δυο καρδιές που ματώνουν την άβυσσο.
Πασχαλιές που ανθίζουν, μαραμένες ψυχές:
ποιες μοσχοβολούνε , λέτε, πιότερο;
Των ερώτων μας ο πόνος ιερός.
Τη ζωή ποιος θέλει, σαν ο πόθος δε ζει;
Ποιος και ποιον και πού θα ερωτεύεται;
Αφού όλοι ήδη είμαστε κανείς…
Ποιος, ζωή πια δίχως, ποιος, ανάσα χωρίς,
απ’ τα πλήθη των νεκρών που σε πίστεψαν
να σου δώσει το φιλί, αχ , της ζωής;…
Οι καρδιές πώς σπάγαν…,για να σμίξουν μαζί,
κι απ’ τη γη αποσπώνταν να γίνουνε
δορυφόροι στο δακτύλιο του Παντός.
Ναι , νεκρή αγάπη, όχι τ’ Άδη οχυρό,
δεν μπορεί να με διώξει το σκότος σου
να μην κλάψω ό,τι χάρηκα στο φως…
Άνοιξη θα είναι που θ’ ανοίξει η γη
κι όσοι έως θανάτου αγάπησαν
θα ξανα-αγκαλιαστούνε ζωντανοί!
ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟ
http://gianniskyriazis.blogspot.gr/2013/04/blog-post_29.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου