Δέσποινα, στήριξέ μ’ Εσύ και μη μ’ αφήσης.
Δέσποινα,
βήμα δεν έχω μήτε φτέρωμα,
με γονατίζει το στοιχειό της θλίψης.
Υψώσου ποιος μου λέει; δε δύναμαι,
δύνασαι κάτου Εσύ ως εμέ να σκύψης;
Ρίξε από πάνου σου,
στους αθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε αλουργίδα του Ολύμπου,
έλα, κατέβα ολόγυμνη, βαφτίσου
στον Ιορδάνη του δακρύου,
κι ύστερα κρύψε το τρανό κορμί το ηλιόχαρο
στη σκέπη τη γαλάζια της Αειπάρθενης,
που ειν’ η χαρά των ασκητών και των μαρτύρων.
Δεν εισ’ Εσύ των εθνικών ηδονολάστρα η Μούσα,
της πλαστικής και της σκληρής
χαράς δεν είσαι η Πιερίδα,
του σπλάχνους του τρανού βαθιογάλανη
φορείς Εσύ πορφύρα
κι από του θρήνου κατεβαίνεις την πατρίδα.
Α! δείξου στο μικρό και τον ανήμπορο,
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς,
και φτάσε καθώς φτάνει στους αμαρτωλούς,
και δείξου καθώς δείχνεται στους σκλάβους
η Αγιά Λεούσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου